- ιπποθοώντειον
- ἱπποθοώντειον, τὸ (Α)βωμός τού Ιπποθόωντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ἱπποθόων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱπποθοώντειον — sanctuary of Hippothoon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek